- καταθυμώνω
- καταθύμωσα, καταθυμωμένος, θυμώνω πάρα πολύ: Σήμερα ήταν καταθυμωμένος μαζί σου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
καταθυμώνω — θυμώνω πάρα πολύ … Dictionary of Greek